Οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά σε βάρος άλλου προσώπου, που αντίκειται στο υφιστάμενο δίκαιο του τόπου που αυτή εκδηλώνεται. Οφείλεται σε υπαιτιότητα εκούσια (δόλος) ή ακούσια (αμέλεια). Οι καλύψεις Νομικής Προστασίας και Ποινικής Νομικής Προστασίας παρέχονται με σκοπό την υπεράσπιση έναντι μηνύσεων απορρεουσών από ακούσιες αδικοπραξίες.
Η γραπτή ή προφορική πρόταση του υποψηφίου ασφαλιζόμενου για τον κίνδυνο που επιθυμεί να ασφαλίσει. Ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος συμπληρώνει γραπτή αίτηση σε ειδικό έντυπο του ασφαλιστικού συνεργάτη η οποία υπογράφεται από τον ίδιο. Εάν η πρόταση γίνει αποδεκτή από τον ασφαλιστικό συνεργάτη, συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση.
Ασφαλιστική σύμβαση η οποία, για κάποιο λόγο που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο, απαλλάσσεται από κάθε νομική ισχύ. Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις συμβολαίων που κηρύσσονται άκυρες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Ένα παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να ακυρωθεί μια ασφαλιστική σύμβαση από την ημερομηνία ενάρξεως, είναι όταν οι πληροφορίες που παρείχε ο αιτών κατά την σύναψη της ασφάλισης αποδεικνύονται αναληθείς.
Ασφαλιστική εταιρεία που είναι αδειοδοτημένη, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες και διέπεται από τους νόμους μιας ξένης δικαιοδοσίας ή χώρας.
Νομικός όρος που αναφέρεται στην έλλειψη του κατάλληλου βαθμού προσοχής την οποία θα επεδείκνυε υπό δεδομένες συνθήκες ένα πρόσωπο μέσου επιπέδου σωφροσύνης.
Η ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης προς την ασφαλιστική του επιχείρηση ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση.
Αναλογική σχέση υφισταμένων ζημιών προς δεδουλευμένα ασφάλιστρα εκφραζόμενη ως ποσοστό. Αναφέρεται στο σύνολο των υφισταμένων ζημιών μιας ασφαλιστικής εταιρείας συν τα έξοδα προσαρμογής διαιρούμενα με το σύνολο των δεδουλευμένων ασφαλίστρων.
Εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπασφάλισης, δηλαδή, στις περιπτώσεις αποζημιώσεων που οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές. Σε περίπτωση επέλευσης της ζημίας, η αποζημίωση θα είναι αναλογική, δηλαδή ποσοστό αντίστοιχο με το ποσοστό στο οποίο είναι ασφαλισμένος ο κίνδυνος. Αν π.χ. ένα αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο για το 60% της αξίας του (είναι δηλαδή υπασφαλισμένο), τότε σε περίπτωση ζημίας θα αποζημιωθεί αναλογικά, δηλαδή για το 60% της ζημίας που υπέστη. Ο αναλογικός κανόνας στις ασφαλίσεις ζημιών μπορεί να καμφθεί όταν υπάρχει ειδική συμφωνία η οποία ονομάζεται «ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο».
Καθορίζει την χρηματική αξία των υποχρεώσεων στην περίπτωση που θα λάβει χώρα κάποιο συμβάν. Υπολογίζει τους ασφαλιστικούς κινδύνους και τα ασφάλιστρα καθώς και το ποσό των απαιτουμένων αποθεμάτων προς καταβολή των ζημιών.
Η ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ του ασφαλιστή (συμβαλλομένου) και του λήπτη της ασφάλισης (αντισυμβαλλομένου), εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ή τον αντισυμβαλλόμενο η άμεσα προτέρα ασφαλιστική σύμβαση.
Η εκχώρηση μέρους των ασφαλιστικών κινδύνων εκ μέρους του ασφαλιστή σε άλλον ασφαλιστή ή αντασφαλιστή ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που αναλαμβάνει ένας εξειδικευμένος ασφαλιστής ο οποίος ονομάζεται αντασφαλιστής με σκοπό την διασπορά των κινδύνων βάσει προκαθορισμένων όρων ή υπαρχουσών συμβάσεων. Με την αντασφάλιση επιτυγχάνεται ο κατακερματισμός του κινδύνου σε μικρότερα τμήματα και η ανάληψή τους από άλλες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Οποιαδήποτε περιουσία (π.χ. αυτοκίνητο, σκάφος) ή οποιοδήποτε γεγονός, η επέλευση του οποίου, προκαλεί την δημιουργία ή την απώλεια νομικού δικαιώματος του ασφαλισμένου.
Συσκευή σχεδιασμένη για την μείωση της πιθανότητας βανδαλισμού ή κλοπής. Παραδείγματα περιλαμβάνουν συναγερμούς αυτοκινήτων, ανιχνευτές κίνησης, disablers μίζας, μέρη του οχήματος χαραγμένα με τον αναγνωριστικό αριθμό οχήματος καθώς και συστήματα ανάκτησης.
Εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συμβάλλεται με την εταιρεία και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και την καταβολή του ασφαλίστρου. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να είναι και ασφαλισμένος και δικαιούχος. Ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να λειτουργεί για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.
Πρόκειται για το ανώτατο όριο βάσει του οποίου είναι υποχρεωμένη η ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει για σωματικές βλάβες απορρέουσες από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες «ανά θύμα» που υπέστησαν, μεμονωμένα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στο συγκεκριμένο συμβάν.
Πρόκειται για το ανώτατο όριο βάσει του οποίου είναι υποχρεωμένη η ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει για αξιώσεις (ζημίες) απορρέουσες από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες «ανά συμβάν» που υπέστησαν, μεμονωμένα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Αξίωση ή απαίτηση για τραυματισμό ή ζημία σε περιουσία τρίτου προκληθείσα εκ μέρους του ασφαλισμένου.
Το ποσό συμμετοχής του ασφαλισμένου στην αποζημίωση. Σε περίπτωση που το ποσό της ζημίας υπερβαίνει το ποσό της απαλλαγής, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει την διαφορά τους. Το ύψος της απαλλαγής συμφωνείται κατά την σύναψη της ασφάλισης.
Νομικά δεσμευτική σύμβαση κατά την οποία όλες οι δηλωθείσες υποχρεώσεις του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος που προκύπτουν από ένα συγκεκριμένο ατύχημα ή συμβάν έχουν εκπληρωθεί.
Η παρούσα αξία μελλοντικών ζημιών μείον την παρούσα αξία μελλοντικών ασφαλίστρων. Δημιουργείται για εκκρεμείς ή μελλοντικές απαιτήσεις ή άλλους κινδύνους.
Απόθεμα που δημιουργείται για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι εκείνων των ζημιών που παραμένουν σε εκκρεμότητα κατά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσεως, αναμένοντας την διαδικασία ολοκλήρωσης του διακανονισμού.
Απόθεμα που δημιουργείται για να καλύψει τις απαιτήσεις που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον από ασφαλίσεις που δεν έχουν λήξει ακόμα.
Η μείωση της αξίας του οχήματος λόγω φθοράς κατά τον χρόνο. Σε γενικές γραμμές, η απόσβεση δεν είναι ασφαλιστέα απώλεια.
Η μη αποκάλυψη ή η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων που σχετίζονται με τους προς ασφάλιση κινδύνους.
Υποχρεωτική κάλυψη για όλα τα οχήματα, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Αποζημιώνονται τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που έχουν υποστεί ζημία σε ένα περιστατικό που ευθύνεται το ασφαλισμένο όχημα (βάσει του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας).
Σύστημα στο οποίο ομάδες ανθρώπων με παρόμοιες πιθανότητες να υποστούν απώλεια ή ζημία, μεταβιβάζουν τον κίνδυνο απώλειας στην ασφαλιστική εταιρεία, η οποία εν συνεχεία απορροφά τον κίνδυνο πολλών ατόμων ταυτόχρονα. Σε αντάλλαγμα για την καταβολή του ασφαλίστρου, η ασφαλιστική εταιρεία υπόσχεται την καταβολή αποζημίωσης σε εκείνα τα άτομα ή τις οντότητες που υπέστησαν ζημία ή απώλεια.
Η αστική ευθύνη ενός επαγγελματία ή μιας επιχείρησης για λάθη ή παραλήψεις κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Ασφαλιστική κάλυψη γενικών τυχαίων γεγονότων, παρόλο που δεν είναι αναπόφευκτα, όπως η φθορά και η απόσβεση.
Ο ασφαλιστής οφείλει να επαναφέρει τον ασφαλισμένο στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν την επέλευση του κινδύνου. Αναφέρεται στην ασφάλιση περιουσίας για το κόστος αντικατάστασης της, δεδομένου ότι, το ασφαλισμένο ποσό ανταποκρίνεται στην αξία αντικατάστασης.
Παροχή ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι του ανωτάτου ορίου πιθανής ζημίας. Η κάλυψη της ζημίας δεν υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο όριο. Ο ασφαλιστής καταβάλλει την αποζημίωση όχι ποσοστιαία, μέχρι ένα ανώτατο όριο, το οποίο είναι μικρότερο από την συνολική αξία που βρίσκεται σε κίνδυνο. Η ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο χρησιμοποιείται κυρίως για τους κινδύνους πλημμύρας, θύελλας, καταιγίδας, διαρροής σωληνώσεων, κλοπής και πολύ σπάνια για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Στην ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο, ο ασφαλιστής αποζημιώνει για τη συνολική ζημία, έχοντας πάντα μέγιστο όριο ευθύνης για το ασφαλιστικό ποσό, χωρίς να ελέγχει την τυχούσα υπασφάλιση.
Το ποσό που οφείλει να καταβάλλει η εταιρεία ως υποχρέωση της που προκύπτει από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και συνίσταται σε χρηματική παροχή ή σε αυτούσια αποκατάσταση της ζημίας. Η συγκεκριμένη πράξη έχει την πρόθεση της αποκατάστασης ενός ατόμου ή οντότητας και η επαναφορά του στην οικονομική κατάσταση που βρισκόταν προτού την επέλευση της ζημίας. Βλ. «Η Αρχή της Δίκαιης Αποζημίωσης».
Το αυτοκίνητο που περιγράφεται ρητώς στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Το λεπτομερώς περιγραφόμενο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο όχημα που κινείται επί εδάφους και όχι επί τροχιών, με την βοήθεια μηχανικής δύναμης ή ηλεκτρικής ενέργειας ανεξαρτήτως αριθμού τροχών. Ως αυτοκίνητο θεωρείται και κάθε ρυμουλκούμενο τροχοφόρο προσδεμένο με το κυρίως όχημα ή μη, ως και ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα.
Εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αντλεί τα δικαιώματα του από την ασφαλιστική σύμβαση και για χάρη του οποίου συνάπτεται η ασφάλιση.
Ιδιωτικό συμφωνητικό σε έγγραφη μορφή που κατοχυρώνει την ασφάλιση, περιλαμβάνει τα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφάλισης και φέρει την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας. Νομικά δεσμευτική σύμβαση μεταξύ μιας ασφαλιστικής εταιρείας και ενός αντισυμβαλλομένου.
Ο ασφαλιστής ή η ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνάπτει ασφαλιστική σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης. Με τα ασφάλιστρα των πολλών, ομαδοποιεί τον κίνδυνο, ελαχιστοποιώντας έτσι το οικονομικό βάρος, παρέχοντας υπηρεσίες ασφάλισης.
Κάθε διαπραχθείσα εκ προθέσεως πράξη με σκοπό την αποκόμιση ενός δολίου αποτελέσματος από μια διαδικασία ασφάλισης. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο αιτών επιχειρεί να αποκομίσει κάποιο όφελος που δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο ή όταν η ασφαλιστική εταιρεία αρνείται να αποδώσει κάποια οφειλόμενη αποζημίωση. Περιλαμβάνει την παραποίηση ή την υπερβολή των γεγονότων του ατυχήματος σε μια ασφαλιστική εταιρεία με την πρόθεση της αποκόμισης πληρωμής που διαφορετικά δεν θα γινόταν. Κοινά παραδείγματα ασφαλιστικής απάτης περιλαμβάνουν «οργανωμένα» ατυχήματα και υπερβολικούς τραυματισμούς.
Η πραγματοποίηση ή η επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου που υποχρεώνει τον ασφαλιστή για καταβολή ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο προς αποκατάσταση της ζημίας.
Η σύμβαση εκείνη με την οποία η εταιρεία αναλαμβάνει, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση να καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Περιλαμβάνει την πρόταση ασφάλισης, το ασφαλιστήριο, τους γενικούς και ειδικούς όρους και τις πρόσθετες πράξεις που εκδίδονται με βάση τις συμφωνηθείσες τροποποιήσεις. Ασφάλιση χωρίς ασφαλιστική σύμβαση δεν υφίσταται.
Το ανώτατο όριο αποζημίωσης το οποίο καταβάλλει η εταιρεία σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και το οποίο αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αφορά μόνο τις ασφαλίσεις κατά των ζημιών αντικειμένων και περιλαμβάνει αυξομειώσεις λόγω παλαιότητας ή υποτίμησης.
Η οικονομικής φύσεως σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με ένα αγαθό, του ασφαλισμένου με το αντικείμενο ασφάλισης. Υφίσταται όταν ένα άτομο υποστεί οικονομική ζημία ή απώλεια ως αποτέλεσμα υλικών ζημιών ή σωματικών βλαβών. Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στην ασφάλιση κατά των ζημιών. Η έννοια δεν περιλαμβάνει συμφέρον το οποίο έρχεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη ή παράνομη δραστηριότητα. Ορίζεται ως κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον για την μη πραγματοποίηση κινδύνου.
Η διαδικασία αναγνώρισης και ταξινόμησης κάθε υποψηφίου προς ασφάλιση κινδύνου, η απόφαση ή όχι ανάληψης του κινδύνου, ο προσδιορισμός του ασφαλίστρου και ο καθορισμός των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης. Περιλαμβάνει την τήρηση των ανωτάτων ορίων που θέτει κάθε εταιρεία για τους αναλαμβανόμενους εξ’ αυτής κινδύνους.
Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που αναλαμβάνει ή ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης έναντι αμοιβής. Είναι υποχρεωτική η εγγραφή του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο. Το εν λόγω πρόσωπο που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον ασφαλιζόμενο και στην (αντ-) ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο της αρμόδιας αρχής όπου έχει την διαμονή του ή την κεντρική του διοίκηση, να διαθέτει αυστηρά επαγγελματικά προσόντα, την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης και την χρηματοοικονομική του ικανότητα. Επίσης, οφείλει να διαθέτει ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης που να καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή άλλη ανάλογη εγγύηση αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια. Υποχρεούται να παρέχει στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με τα ατομικά στοιχεία του ως διαμεσολαβητή και την προτεινόμενη ασφαλιστική σύμβαση. Ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να αναλύει τις ανάγκες του πελάτη και να αιτιολογεί τη συμβουλή του σε σχέση με το προτεινόμενο ασφαλιστικό προϊόν. Επίσης, δεν μπορεί να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο, ταυτόχρονα, ως πράκτορας και μεσίτης. Παρέχει αμερόληπτη ανάλυση επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά ώστε να είναι σε θέση να προτείνει στον πελάτη, με επαγγελματικά κριτήρια, την ασφαλιστική σύμβαση που θα ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες του. Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες:
α. Ασφαλιστικός Σύμβουλος
β. Ασφαλιστικός Πράκτορας
γ. Μεσίτης Ασφαλίσεων
Η αβεβαιότητα ή η πιθανότητα πρόκλησης του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων της ζημίας. Η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου γεννά την υποχρέωση της εταιρείας για αποζημίωση.
Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Προπαρασκευάζει, παρουσιάζει, προτείνει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων, για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης, παρέχει συνδρομή στον ασφαλισμένο κατά την διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πρακτόρων ή μεσιτών με σκοπό την πρόσκτηση εργασιών.
Εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία και αφορούν την περίοδο ασφάλισης που έχει εκπνεύσει.
Εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία και δεν έχουν λήξει ακόμα. Η εταιρεία συνεχίζει να φέρει την ευθύνη μέχρι την οριστική λήξη των σχετικών συμβάσεων.
Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης στην εταιρεία, ως αντίτιμο για την παρεχόμενη ασφαλιστική προστασία.
Κάθε εξωτερικό, βίαιο, αιφνίδιο και ξένο προς την πρόθεση του ασφαλισμένου περιστατικό, το οποίο θα έχει αποδεδειγμένα συμβεί στην περίοδο ασφάλισης και προκαλεί υλικές ζημίες, σωματικές βλάβες ή απώλεια ζωής.
Κάλυψη σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών προξενηθεισών από το ασφαλισμένο όχημα, κατά την διάρκεια της οδηγήσεως του από άτομο που το έκλεψε ή το απέκτησε με χρήση βίας.